-
1 ἔμπληκτος
A stunned, amazed,ὑπὸ τῶν κυνῶν γενέσθαι X.Cyn.5.9
: hence, stupid, senseless,ἔ. καὶ μανικός Plu.Rom.28
, Agath.3.24, etc.;ἔμπληκτα ληρεῖν Gal.8.693
.2 in [dialect] Att., impulsive: hence, unstable, capricious, S.Aj. 1358, Arist.EE 1240b17;αἱ τύχαι, ἔ. ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ' ἄλλοσε πηδῶσι E.Tr. 1205
; [ ἡ φιλοσοφία] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον ἔ. Pl.Grg. 482a;ἐ. τε καὶ ἀσταθμήτους Id.Ly. 214d
;ἔ. ταῖς ἐπιθυμίαις Plu. Dio 18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπληκτος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский